- αιθάνιο
- το(χημ.), χημική οργανική ένωση που ανήκει στους κορεσμένους υδρογονάνθρακες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αιθάνιο — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η6, το δεύτερο μέλος της σειράς των άκυκλων κεκορεσμένων υδρογονανθράκων. Είναι αέριο άχρωμο και άοσμο με σημείο βρασμού στους 84°C, κρίσιμη θερμοκρασία στους +34°C και κρίσιμη πίεση 50,2 ατμόσφαιρες.… … Dictionary of Greek
τετραβρωμ(ο)αιθάνιο — το, Ν χημ. άκυκλη, οργανική ένωση, υγρό μεγάλου σχετικά ειδικού βάρους, ελάχιστα πτητικό, που αποτελεί τετραβρωμιωμένο παράγωγο τού αιθανίου και χρησιμοποιείται για τον εμπλουτισμό τών μεταλλευμάτων και τον διαχωρισμό τών ορυκτών με βάση την… … Dictionary of Greek
τετραχλωρ(ο)αιθάνιο — το, Ν χημ. συνοπτική ονομασία δύο κορεσμένων οργανικών ενώσεων, τετραχλωροπαραγώγων τού αιθανίου, από τις οποίες σημαντικότερη είναι η μία, που παρασκευάζεται κατά την επίδραση χλωρίου στο ακετυλένιο και η οποία είναι γνωστή και ως τετραχλωριούχο … Dictionary of Greek
τριχλωρ(ο)αιθάνιο — το, Ν χημ. άκυκλη οργανική ένωση, τριχλωροπαράγωγο τού αιθανίου, η οποία απαντά σε δύο ισομερείς μορφές, το 1, 1, 1 τριχλωραιθάνιο και το 1,1, 2 τριχλωραιθάνιο … Dictionary of Greek
αιθύλιο — Μονοσθενής οργανική ρίζα, του τύπου CH3 CH2 , που μπορεί να θεωρηθεί ότι προέρχεται από το αιθάνιο (CH3 CH3) αν αφαιρεθεί ένα υδρογόνο ή από την αιθυλική αλκοόλη (CH3 ΟΗ2ΟΗ) αν αφαιρεθεί ένα υδροξύλιο. Το α. ανήκει στην τάξη των αλκυλίων,… … Dictionary of Greek
νιτροαιθάνιο — το χημ. άκυκλη αζωτούχα οργανική ένωση, νιτροπαραφίνη, που παρασκευάζεται με επίδραση νιτρικού οξέος υπό πίεση σε αιθάνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nitroethane < νιτρ(ο) * + αιθάνιο*] … Dictionary of Greek
υδρογονάνθρακες — Οργανικές ενώσεις που αποτελούνται μόνο από άτομα άνθρακα και υδρογόνου. Ανάλογα με τον τύπο δομής, οι ενώσεις αυτές υποδιαιρούνται σε τρεις μεγάλες ομάδες: αλειφατικούς, αλεικυκλικούς και αρωματικούς υ. Οι αλειφατικοί υ. αποτελούνται από άτομα… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
αιθυλική αλκοόλη — Η αλκοόλη που αντιστοιχεί στο αιθάνιο. Πρόκειται για το υγρό το γνωστό ως οινόπνευμα. Λέγεται και αιθανόλη. Έχει τύπο CΗ3CH2OH (βλ. λ. αλκοόλες, βουταδιένιο, εστέρες, ζύμωση, θερμόμετρο, πετρέλαιο, νάτριο). * * * ή αιθανόλη, η Χημ. το οινόπνευμα … Dictionary of Greek
αλκύλιο — Ομάδα ατόμων που δεν υπάρχει σε ελεύθερη κατάσταση και προέρχεται με αφαίρεση ενός ατόμου υδρογόνου από τους υδρογονάνθρακες του γενικού τύπου CnH2n+2, που περιέχουν δηλαδή στο μόριό τους n άτομα άνθρακα και (2n+2) άτομα υδρογόνου. Κάθε α.… … Dictionary of Greek